ψηφοθετώ

ψηφοθετώ
(ε) 1. αμετ. создавать мозаичные рисунки;
2. μετ. покрывать мозаикой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ψηφοθετώ" в других словарях:

  • ψηφοθετώ — ψηφοθετῶ, έω, ΝΜΑ [ψηφοθέτης] κατασκευάζω ψηφιδωτό …   Dictionary of Greek

  • ψηφοθετώ — και ψηφοθετάω κατασκευάζω ψηφοθετήματα, είμαι ψηφοθέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψηφοθέτημα — το, ΝΜΑ [ψηφοθετώ] ψηφιδωτό …   Dictionary of Greek

  • ψηφοθέτηση — η, Ν [ψηφοθετώ] ψηφιδογραφία …   Dictionary of Greek

  • ψηφολογώ — έω, Α ψηφοθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

  • ψηφοθέτηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψηφοθετώ, η κατασκευή ψηφοθετημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»